- λιθοκαλλής
- λιθοκαλλής, -ές (Α)αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -καλλής (< κάλλος) πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθοκαλλέα — λιθοκαλλής of beautiful stone neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λιθοκαλλής of beautiful stone masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek